- βραχιονιστήρας
- ο (Α βραχιονιστήρ)νεοελλ.[βραχίων]1. τμήμα πανοπλίας, το οποίο καλύπτει τον βραχίονα2. περιβραχιόνιοαρχ.βραχιόλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραχιονιστῆρας — βραχῑονιστῆρας , βραχιονιστήρ armlet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβραχιόνιος — α, ο / περιβραχιόνιος, ιον [περιβραχίων, ονος] ΝΑ αυτός που τίθεται ή φοριέται γύρω από τον βραχίονα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιβραχιόνιο 1. κόσμημα που φοριέται γύρω από τον βραχίονα, ψέλι, βραχιόλι 2. λουρίδα υφάσματος γύρω από το μπράτσο,… … Dictionary of Greek